εἰρηνεύω
English (LSJ)
A bring to peace, reconcile, D.C.77.12, gloss on Babr. 39.4. II intr., keep peace, live peaceably, Pl.Tht.180b; πρός τινα D.S.21.16; μετὰ πάντων Ep.Rom.12.18:—Med., πρὸς τοὺς κρείττους εἰρηνεύεσθαι Arist.Rh.1359b39, cf. OGI199.1 (Adule); χώρα -ομένη ἐκ παλαιοῦ Plb.5.8.7.
German (Pape)
[Seite 735] in Frieden bringen, beruhigen, Sp.; στάσιν Babr. 39, 4; εἰρηνευομένη χώρα Pol. 5, 8, 7. – Intraus., Frieden halten, im Frieden leben, Ggstz μάχομαι, Plat. Theaet. 180 a u. Sp., wie N. T Auch im med., Pol. 5, 8, 7.
Greek (Liddell-Scott)
εἰρηνεύω: φέρω εἰς εἰρήνην, διαλλάττω, Δίων, Κ. 77. 12· στάσιν Βαβρ. 39. 4. ΙΙ. ἀμετάβ. τηρῶ εἰρήνην, διάγω εἰρηνικῶς, Πλάτ. Θεαίτ. 180Β· πρός τινα Διοδ. Ἀποσπ. 491. 6· μετά τινος Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιβ΄, 18· οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, πρὸς τοὺς κρείττους εἰρηνεύεσθαι Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 9, Συλλ. Ἐπιγρ. 5127Ε.