ἀφύλισμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A whey, Hsch. s.v. ὀρὸς γάλακτος.
German (Pape)
[Seite 416] τό, das Abgeseihete, der Bodensatz, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφύλισμα: [ῡ], τό, καθίζημα, ἀποστράγγισμα, Ἡσύχ. ἐν λ. ὀρρός.
ατος, τό,
A whey, Hsch. s.v. ὀρὸς γάλακτος.
[Seite 416] τό, das Abgeseihete, der Bodensatz, VLL.
ἀφύλισμα: [ῡ], τό, καθίζημα, ἀποστράγγισμα, Ἡσύχ. ἐν λ. ὀρρός.