ἀκορέστως
From LSJ
ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision
Greek (Liddell-Scott)
ἀκορέστως: «ἀχόρταστα», Φίλων Ι, 333, 31, Κλήμ. Α. Π. 296Β, Θεμίστ. 367, 4 (304D), Εὐνάπ. Βίοι Σοφ. 13 (22).
ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision
ἀκορέστως: «ἀχόρταστα», Φίλων Ι, 333, 31, Κλήμ. Α. Π. 296Β, Θεμίστ. 367, 4 (304D), Εὐνάπ. Βίοι Σοφ. 13 (22).