aor. -έῳξα,
A shut, τὴν θύραν LXX Ge.19.6.
[Seite 774] (s. οἴγνυμι), dazu, dabei eröffnen.
προσοίγνῡμι: ἀνοίγω προσέτι, Ἰω. Χρυσ. τ. 1, σ. 354, 32.