εἰκαιομυθέω
English (LSJ)
A = εἰκαιολογέω, Hsch., Suid.
German (Pape)
[Seite 726] unüberlegt reden, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκαιομῡθέω: εἰκαιολογέω, φλυαρῶ, ματαιολογῶ, Κύριλλ. Ἀλ. IV. 165C, Ἡσύχ., Σουΐδ.
A = εἰκαιολογέω, Hsch., Suid.
[Seite 726] unüberlegt reden, VLL.
εἰκαιομῡθέω: εἰκαιολογέω, φλυαρῶ, ματαιολογῶ, Κύριλλ. Ἀλ. IV. 165C, Ἡσύχ., Σουΐδ.