A perpetuate, τὸ γένος Ph.2.318:—Pass., Id.Fr.64 H.; but usu. intr., to be eternal, Id.2.190,al.
διαιωνίζω: διατηρῶ τι εἰς αἰῶνας, αἰώνιον, Φίλων 2. 318· ― ἀμετάβ., διαρκῶ αἰωνίως, εἶμαι αἰώνιος, αὐτόθι 154· ― πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατ. σ. 6 - 7.