βραγχώδης
English (LSJ)
ες,
A subject to hoarseness, Hp.Aër.6, Epid.1.1. Adv. -δῶς Gal.13.4. 2 causing it, ὕδατα -έστατα Hp.Aër.7.
German (Pape)
[Seite 460] ες, heiser, Hippocr.; φωνή Poll. 2, 117; ὕδατα, heiser machend, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
βραγχώδης: -ες, (εἶδος) ὑποκείμενος εἰς βραγχνάδαν, Ἱππ. Ἀέρ. 283, Ἐπιδ. Α΄, 939. - Ἐπίρρ. -δῶς Γαλην. 13. 4. 2) ἐπιφέρων αὐτήν, Ἱππ.