μυροβρεχής

Revision as of 11:27, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

German (Pape)

[Seite 221] ές, mit Salböl benetzt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μῠροβρεχής: -ές, (βρέχω) βεβρεγμένος διὰ μύρου, κόμη Ἑβδ. Γ΄ Μακκ. Δ΄, 6)· προσέτι, μυρόβροχος, ον, Παλλάδ.