[Seite 221] ές, mit Salböl benetzt, Sp.
μῠροβρεχής: -ές, (βρέχω) βεβρεγμένος διὰ μύρου, κόμη Ἑβδ. Γ΄ Μακκ. Δ΄, 6)· προσέτι, μυρόβροχος, ον, Παλλάδ.