ἀσυμμιγής
From LSJ
εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυμμῐγής: -ές, = τῷ ἑπομ., Κύριλλ. Ἀλ. τ. 5, σ. 525Β.
εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds
ἀσυμμῐγής: -ές, = τῷ ἑπομ., Κύριλλ. Ἀλ. τ. 5, σ. 525Β.