μονομέρεια

Revision as of 11:29, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

German (Pape)

[Seite 204] ἡ, die Einfachheit, das aus nur einem Theile Bestehen, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

μονομέρεια: ἡ, κρίσις μονομερής, μεροληψία, Ἀθανάσ. Ι, 288Α, 380C, κτλ.