ἡ,
A the first seat in a public place, Ev.Matt.23.6 (pl.).
[Seite 805] ἡ, erster Sitz, Vorsitz, K. S.
πρωτοκαθεδρία: ἡ, ἡ πρώτη ἕδρα ἐν δημοσίῳ τόπῳ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ' 6.