βασσαρικός

Revision as of 11:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

ή, όν,

   A = βακχικός, θίασος AP6.165 (Phalaec.): βασσαρικά, τά, = Διονυσιακά, Soterich. ap. Suid.

German (Pape)

[Seite 438] bacchantisch, θίασος Phalaec. 3 (VI, 165).

Greek (Liddell-Scott)

βασσαρικός: -ή, -όν, =βακχικός, Ἀνθ. ΙΙ.6.165· τὰ βασσαρικὰ= τὰ Διανυσιακὰ Σωτήριχ. παρὰ Σουΐδ.