βασσαρικός
English (LSJ)
ή, όν,
A = βακχικός, θίασος AP6.165 (Phalaec.): βασσαρικά, τά, = Διονυσιακά, Soterich. ap. Suid.
German (Pape)
[Seite 438] bacchantisch, θίασος Phalaec. 3 (VI, 165).
Greek (Liddell-Scott)
βασσαρικός: -ή, -όν, =βακχικός, Ἀνθ. ΙΙ.6.165· τὰ βασσαρικὰ= τὰ Διανυσιακὰ Σωτήριχ. παρὰ Σουΐδ.