βλαστητικός
English (LSJ)
ή, όν,
A in active growth, sprouting, Id.CP1.11.4; β. ὧραι sprouting season, Id.Od.63.
German (Pape)
[Seite 448] zum Keimen tüchtig, leicht keimend, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
βλαστητικός: -ή, -όν, ἔχων τάσιν πρὸς βλάστησιν, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 1. 11, 4.