κατανήω
German (Pape)
[Seite 1365] oder κατανέω, aufhäufen, λιβανωτοῦ τριηκόσια τάλαντα κατανήσας ἐπὶ τοῦ βωμοῦ Her. 6, 97.
Greek (Liddell-Scott)
κατανήω: Ἰων. ἀντὶ κατανέω (Α).
[Seite 1365] oder κατανέω, aufhäufen, λιβανωτοῦ τριηκόσια τάλαντα κατανήσας ἐπὶ τοῦ βωμοῦ Her. 6, 97.
κατανήω: Ἰων. ἀντὶ κατανέω (Α).