Ἁλικαρνασσός
English (LSJ)
Ion. Ἁλικαρνησσός, ἡ, Halicarnassus, Hdt.1.144, etc.:—Adj. Ἁλικαρνασσεύς, έως, Ion. Ἁλικαρνησσεύς, έος, ὁ, Halicarnassian, Hdt.l.c., SIG45.2 (-σσ- expressed by T), etc.:— fem. Ἁλικαρνασσίς, ίδος, ἡ, Aristodem.1.5. Ἁλικαρνασσόθεν, Adv.
A from Halicarnassus, Luc.Dom.20.