στιχοποιός

Revision as of 11:35, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

German (Pape)

[Seite 944] Verse machend, verächtlicher Ausdruck für Dichter, Verseschmied (?).

Greek (Liddell-Scott)

στῐχοποιός: ὁ, ὁ ποιῶν στίχους, στιχογράφος, Ἐκκλ.· στιχοποιέω, Γλωσσ.· καὶ στῐχοποιία, ἡ, τὸ ποιεῖν στίχους, στιχογραφία, Πλούτ. 2. 45Β.