ον, (δάκτυλος III)
A wholly dactylic, Eust.836.17.
[Seite 325] ganz dactylisch, Gramm.
ὁλοδάκτῠλος: -ον, (δάκτυλος IV) ἅπας ἐκ δακτύλων, στίχους ὁλοδακτύλους Εὐστ. 836. 17.