δουλόψυχος
English (LSJ)
ον, = foreg., Ptol. Tetr.66.
German (Pape)
[Seite 662] mit einer Sklavenseele, Procl.
Greek (Liddell-Scott)
δουλόψῡχος: -ον, =τῷ προηγ., Πρόκλ. Πτολ. 98, Πτολ. Τετρ. 66, 68.
ον, = foreg., Ptol. Tetr.66.
[Seite 662] mit einer Sklavenseele, Procl.
δουλόψῡχος: -ον, =τῷ προηγ., Πρόκλ. Πτολ. 98, Πτολ. Τετρ. 66, 68.