εὐκατάληπτος
English (LSJ)
ον,
A easy to apprehend or recognize, Erot.Praef., Heliod. ap. Orib. 46.28.3, Artem.1.1a, etc. II Adv. -τως, ἔχειν to be easily bandaged by κατάληψις (q.v.), Hp.Off.9. III easy to capture, of cities, Hsch. s.v. διατειχίζειν.
German (Pape)
[Seite 1073] leicht zu fassen, Schol. Aesch. Pers. 464 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκατάληπτος: -ον, εὐκόλως κατανοούμενος, Ἀρτεμίδωρ. 1. προοίμ., Ἱππ. κλ. - Ἐπίρρ. τως, Ἱππ. περὶ Ἰητρεῖον 743.