ἑτοιμοθάνατος
English (LSJ)
[θᾰ], ον,
A ready for death, Str.15.1.59.
German (Pape)
[Seite 1052] zum Tode bereit, Strab. XV, 1 p. 713; K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτοιμοθάνᾰτος: -ον, ἕτοιμος ν’ ἀποθάνῃ, μὴ φοβούμενος τὸν θάνατον, Διαταγ. τῶν Ἀποστ. 2. 14. - ὡς οὐσιαστ., τὸ ἑτοιμοθάνατον, τὸ μὴ φοβεῖσθαι τὸν θάνατον, Στράβ. 713.