ἱππόλοφος

Revision as of 11:37, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

English (LSJ)

ον,

   A with horsehair crest, κόρυς IG12(2).129 (Mytilene); ἱ. λόγοι, by comic metaph., Ar.Ra.818.

German (Pape)

[Seite 1260] κόρυς, mit Roßhaaren besetzt, Ep. ad. 194 (App. 323).

Greek (Liddell-Scott)

ἱππόλοφος: -ον, ἔχων λόφον ἐξ ἱππείων τριχῶν, ἱππόλοφος κόρυς Ἀνθ. Π. παράρτ. 323˙ -ἱππόλ. Λόγοι, κατὰ κωμικὴν μεταφορ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 818.