ἀργυροκέντητος
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠροκέντητος: -ον, κεντητὸς δι’ ἀργυρῶν συρμάτων, χλανίδια ἀργυροκέντητα Κωνστ. Καισ. σ. 370.