λεπτόρριζος
English (LSJ)
ον,
A with thin, delicate root, Thphr.HP8.2.3, Gp.2.12.2, Sch.Theoc.5.123.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτόρριζος: -ον, ἔχων λεπτὴν ῥίζαν, Σχόλ. Θεοκρ. 5. 123.
ον,
A with thin, delicate root, Thphr.HP8.2.3, Gp.2.12.2, Sch.Theoc.5.123.
λεπτόρριζος: -ον, ἔχων λεπτὴν ῥίζαν, Σχόλ. Θεοκρ. 5. 123.