Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
ὁδοιπόριστος: -ον, ἡμαρτημ., διαβατός, διοδεύσιμος, ἴσως διορθωτ. ὁδοιπορητὸς ἐκ τοῦ ὁδοιπορέω, Ψευδο-Βασιλ. Ἐπιστ. τ. 3, σ. 467Β.