κοιλιόδουλος
German (Pape)
[Seite 1466] ὁ, der Sklave seines Bauches, Sp.; auch κοιλιολάτρης.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλιόδουλος: -ον, καὶ κοιλιολάτρης, ὁ, δοῦλος, λάτρις τῆς ἑαυτοῦ κοιλίας, Παλλαδ. Λαυσ. 1065, Παλλαδ. Βίος Ἰω. Χρυσ. 46D, Βυζ.
[Seite 1466] ὁ, der Sklave seines Bauches, Sp.; auch κοιλιολάτρης.
κοιλιόδουλος: -ον, καὶ κοιλιολάτρης, ὁ, δοῦλος, λάτρις τῆς ἑαυτοῦ κοιλίας, Παλλαδ. Λαυσ. 1065, Παλλαδ. Βίος Ἰω. Χρυσ. 46D, Βυζ.