εὔκοσμος
English (LSJ)
ον,
A behaving well, orderly, decorous, Sol.4.33, Th.6.42 (Comp.); οὐκ εὔκοσμον αἴρονται φυγήν A. Pers.481; τὸ εὔ., = εὐκοσμία, Th.1.84; ὁ εὔ., official title at Pergamum, IGRom.4.353b3 (ii A.D.); at Athens, SIG1109.94, 136 (ii A.D.). 2 well-adorned, τοῖχοι γραφῇσιν εὔκοσμοι Aret.CA1.1. II Adv. -μως in good order, Od.21.123, Hes. Op.628: Sup. -ότατα X.Cyr.2.4.1. 2 ornamentally, gracefully, ξεῖν A.R.1.1120; διαλέγεσθαι Plu.Dem.11.
German (Pape)
[Seite 1076] wohlgeordnet; φυγή Aesch. Pers. 481; εὐνομία δ' εὔκοσμα καὶ ἄρτια πάντ' ἀποφαίνει Solon bei Dem. 19, 255 v. 32; wohlgeschmückt, ξανθοῖσι βοστρύχοισιν εὔκοσμος κόμην Eur. Bacch. 235; Luc. dom. 7; – τὸ εὔκοσμον, = εὐκοσμία, Thuc. 1, 84; εὐκοσμότεροι, leichter zu ordnen, 6, 42. – Adv. εὐκόσμως, in guter Ordnung, Od. 21, 123; Hes. O. 628; geschmückt, ὡς εὐκοσμότατα καὶ λαμπρότατα Xen. Cyr. 2, 4, 1; wohlanständig, καὶ μεγαλοπρεπῶς τῷ δήμῳ διαλέγεσθαι Plut. Dem. 11.
Greek (Liddell-Scott)
εὔκοσμος: -ον, κοσμίως φερόμενος, κόσμιος, εὐπρεπής, Σόλων 3. 32, Θουκ. 6. 42 (ἐν τῷ Συγκρ.)· οὐκ εὔκοσμον αἱροῦνται φυγὴν Αἰσχύλ. Πέρσ. 481: - τὸ εὔκοσμον, = εὐκοσμία, Θουκ. 1.84. 2) καλῶς κεκοσμημένος, εὔχαρις, Εὐρ. Βάκχ. 235· τοῖχοι γραφῇσιν εὔκοσμοι Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1.1. ΙΙ. Ἐπίρρ. -μως, μετ’ εὐκοσμίας, Ὀδ. Φ. 123, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 626. Ὑπερθ. -ότατα Ξεν. Κύρ. 2. 4, 1. 2) μετὰ κόσμου (στολισμοῦ), μετὰ χάριτος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1120, Πλουτ. Δημ. 11.