πηλόδομος
English (LSJ)
ον,
A clay-built, τοῖχοι ib. 9.662 (Agath.).
Greek (Liddell-Scott)
πηλόδομος: -ον, ὁ ἐκ πηλοῦ κατασκευασθείς, τοῖχοι Ἀνθ. Π. 9. 662.
ον,
A clay-built, τοῖχοι ib. 9.662 (Agath.).
πηλόδομος: -ον, ὁ ἐκ πηλοῦ κατασκευασθείς, τοῖχοι Ἀνθ. Π. 9. 662.