πεντάσκαλμος
English (LSJ)
ον,
A with five sets of tholes (σκαλμοί), Ephipp.5.17.
German (Pape)
[Seite 557] mit fünf Ruderbänken, Ephipp. com. bei Ath. VIII, 347 b.
Greek (Liddell-Scott)
πεντάσκαλμος: -ον, ὁ ἔχων πέντε σκαλμούς, πεντάκωπος, Ἔφιππος ἐν «Γηρυόνῃ» 1. 17· ἀλλὰ διορθωτέον κατὰ τὸν Ἀττ. τύπον πεντέσκ-.