νευρένδετος
English (LSJ)
ον,
A strung, κιθάρη Man.5.163.
German (Pape)
[Seite 247] mit Sehnen, Saiten bespannt, bezogen, angebunden, Maneth. 5, 163.
Greek (Liddell-Scott)
νευρένδετος: -ον, ὁ δεδεμένος ἢ τεταμένος, «τεντωμένος» διὰ νευρᾶς, Μανέθων 5. 163.