τετράπτερος
English (LSJ)
ον,
A four-winged, of winged ants, S.Fr.29; τετράπτερα, opp. δίπτερα, Arist.HA490a16, PA682b8.
German (Pape)
[Seite 1099] mit vier Flügeln; Soph. Irg. 27; Arist. H. A. 1, 5 partt. an. 4, 6.
Greek (Liddell-Scott)
τετράπτερος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας πτέρυγας, ἐπὶ μυρμήγκων πτερυγοφόρων, Σοφ. Ἀποσπ. 27˙ τετράπτερα, ἀντίθετον τῷ δίπτερα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 12, π. Ζ. Μορ. 4. 6, 3.