ἀπαλαίωτος
English (LSJ)
ον,
A not growing old or decaying, Hsch.s.v. ἀγήραος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαλαίωτος: -ον, ὁ μὴ παλαιούμενος, μὴ φθειρόμενος, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀγήραον.
ον,
A not growing old or decaying, Hsch.s.v. ἀγήραος.
ἀπαλαίωτος: -ον, ὁ μὴ παλαιούμενος, μὴ φθειρόμενος, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀγήραον.