ὑψίγυιος
English (LSJ)
ον,
A high-stemmed, ἄλσος Pi.O.5.13.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίγυιος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὰ γυῖα, δηλ. ὑψηλοὺς κορμοὺς καὶ κλάδους δένδρων, ὑψίγυιον ἄλσος Πινδ. Ο. 5. 30.
ον,
A high-stemmed, ἄλσος Pi.O.5.13.
ὑψίγυιος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὰ γυῖα, δηλ. ὑψηλοὺς κορμοὺς καὶ κλάδους δένδρων, ὑψίγυιον ἄλσος Πινδ. Ο. 5. 30.