ον,
A unhallowed by funeral rites, AP7.564.
ἀκτερέϊστος: -ον, ὁ μὴ λαχὼν κτερισμάτων, ὁ μὴ ταφεὶς μεγαλοπρεπῶς, ἢ ἁπλῶς ὁ ἄθαπτος, Ἀνθ. Π. 7. 564.