Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
ἀνηλίαστος: -ον, ὁ μὴ ἐκτεθειμένος εἰς τὸν ἥλιον, Εὐστ. Πονημ. 287. 79· κοινῶς: «ἄλιαστος».