δακρύρροος
English (LSJ)
ον,
A flowing with tears, E.Supp.773; τέκνων πηγαί Id.HF98.
Greek (Liddell-Scott)
δακρύρροος: -ον, ὁ ῥέων δάκρυα, Εὐρ. Ἱκέτ. 773, Ἡρ. Μαιν. 98.
ον,
A flowing with tears, E.Supp.773; τέκνων πηγαί Id.HF98.
δακρύρροος: -ον, ὁ ῥέων δάκρυα, Εὐρ. Ἱκέτ. 773, Ἡρ. Μαιν. 98.