ου, ὁ, (ῥέω),
A = βαθύρροος, Ep. gen. βαθυρρείταο Il.21.195, Hes.Th. 265.
βᾰθυρρείτης: -ου, ὁ, (ῥέω) =βαθύρροος, Ἐπ. γεν. βαθυρρείταο Ἰλ. Φ. 195, Ἡσ. Θεογ. 265.