διαμαθύνω

Revision as of 11:40, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

English (LSJ)

   A grind to powder, utterly destroy, πόλιν διημάθυνεν A.Ag. 824; κύνες διημάθυνον ἄνδρα δεσπότην (sc. Actaeon) Id.Fr.244.

German (Pape)

[Seite 588] ganz verwüsten, vernichten, Aesch. Ag. 798.

Greek (Liddell-Scott)

διαμαθύνω: κατασυντρίβω εἰς κόνιν, ἐντελῶς καταστρέφω, πόλιν διημάθυνεν Αἰσχύλ. Ἀγ. 824· κύνες διημάθυνον ἄνδρα δεσπότην (ἐνν. τὸν Ἀκταίωνα) ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 239.