διαμαθύνω
English (LSJ)
A grind to powder, utterly destroy, πόλιν διημάθυνεν A.Ag. 824; κύνες διημάθυνον ἄνδρα δεσπότην (sc. Actaeon) Id.Fr.244.
German (Pape)
[Seite 588] ganz verwüsten, vernichten, Aesch. Ag. 798.
Greek (Liddell-Scott)
διαμαθύνω: κατασυντρίβω εἰς κόνιν, ἐντελῶς καταστρέφω, πόλιν διημάθυνεν Αἰσχύλ. Ἀγ. 824· κύνες διημάθυνον ἄνδρα δεσπότην (ἐνν. τὸν Ἀκταίωνα) ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 239.