ἱπποποίητος
From LSJ
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποποίητος: -ον, προξενηθεὶς ὑπὸ ἵππου, κήρ Σχόλ. εἰς Ἀνθ. Π. τ. 3. σ. 822.