ἐλασίχθων
English (LSJ)
ονος, ὁ,
A earth-striking, Ποσειδῶν Pi.Fr.18.
German (Pape)
[Seite 789] heißt Poseidon, Pind. bei Eust., wie ἐνοσίγαιος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλασίχθων: -ονος, ὁ, = ἐννοσίγαιος, ἐλασίχθονα Ποσειδῶνα τὸν ἐννοσίγαιον Εὐσταθ. Πονημάτ. 56. 19.