πέλτης
English (LSJ)
ου, ὁ,
A the Nile-fish κορακῖνος salted, Diph.Siph. ap. Ath.3.121b.
German (Pape)
[Seite 552] ὁ, der eingesalzene Flußfisch κορακῖνος, Ath. III, 121 b.
Greek (Liddell-Scott)
πέλτης: -ου, ὁ, = κορακῖνος· «ὁ δὲ ποτάμιος κορακῖνος, ὃν πέλτην τινὲς καλοῦσιν, ὁ ἀπὸ τοῦ Νείλου» παρ’ Ἀθην. 121Α. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πέλτης· θράκιον ὅπλον, καὶ εἶδος ταρίχου».