ου, ὁ,
A sluice with gates, Procop.Aed.2.3; = saeptor, Gloss.
φράκτης: -ου, ὁ, παρὰ Προκοπίῳ, (ΙΙΙ, 219, 5) φραγμὸς ὕδατος μετὰ πύλης, καλούμενος καὶ ἀρίς.