ξενοκρίτης
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
Greek (Liddell-Scott)
ξενοκρίτης: -ου, ὁ κριτὴς τῶν ξένων, Εὐστ. 897, 41, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 429.