ἀποτορνεύω

Revision as of 11:42, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

English (LSJ)

   A round off as by the lathe, εἰς σφαῖραν -τετορνευμένος Ph.1.505: metaph. of polished language, σαφῆ καὶ στρογγύλα . . τὰ ὀνόματα ἀποτετόρνευται Pl.Phdr.234e (imitated by Plu.2.45a); κέγχρους Jul.Or.3.112a; περιόδους ib.2.77a.

German (Pape)

[Seite 332] abdrechseln, d. h. sorgfältig ausarbeiten, ὀνόματα σαφῆ καὶ στρογγύλα ἀποτετόρνευται Plat. Phaedr. 234 e; λόγον Rhett. – νῆσον, eine Insel bilden.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτορνεύω: ποιῶ τι στρογγύλον ὡς διὰ τόρνου, μεταφ., ἐπεξεργάζομαί τι μετ’ ἐπιμελείας καὶ ἀκριβείας, ἐν τῷ παθ., σαφῆ καὶ στρογγύλα ἕκαστα τῶν ὀνομάτων ἀποτετόρνευται Πλάτ. Φαῖδρ. 234Ε· τὴν φράσιν ταύτην ἐμιμήθη ὁ Πλούταρχος ἐν 2. 45Α, καὶ ἄλλοι: ― Ἐντεῦθεν καὶ τὸ ουσιαστ. ἀποτόρνευσις, ἡ, τῆς τῶν λόγων ἀποτορνεύσεως Τζέτζης Ἐξήγ. Ἰλ. σ. 20.11.