ἀποκλιτέον
English (LSJ)
A one must incline, πρός τι Arist.EN 1165a4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκλῐτέον: ῥηματ. ἐπίθ., δεῖ ἀποκλίνειν, πρός τι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 2, 5.
A one must incline, πρός τι Arist.EN 1165a4.
ἀποκλῐτέον: ῥηματ. ἐπίθ., δεῖ ἀποκλίνειν, πρός τι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 2, 5.