τό,
A = βήχιον, Ps.-Dsc.3.112.
χαμαίγειρον: τό, = βήχιον, «φυτὸν ἔχον φύλλα ὅμοια κισσῷ, μέζονα δὲ ς΄ ἢ ζ΄, ἐκ μὲν τῶν πρὸς τὰ ἄνω χλωρά, ἐκ δὲ τῶν πρὸς τὰ κάτω λευκά, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθ.) 3. 116 (126).