Greek (Liddell-Scott)
πάρων: -ωνος, ὁ, εἶδος ἐλαφροῦ πλοίου, Πολυβ. Ἱστ. Ἀποσπ. 65· (ἐκ τοῦ Σουΐδ. ἔνθα: «παρῶναι, (γραπτ. πάρωνες) εἴδη πλοίων. ὁ δὲ ἔπλει παρόπλους (γραπτ. παράπλους) ποιησάμενος τοὺς Σιδητῶν παρῶνας· ἧκον γὰρ Ροδίους εἰς συμμαχίαν»), Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 142· πρβλ. μυοπάρων.