ἡμίκρανον
English (LSJ)
τό,
A = ἡμίκραιρα 1, Alex. Trall.1.12.
German (Pape)
[Seite 1168] τό, nach Phryn. 328 besser als ἡμικεφάλαιον, Sp., der halbe Kopf.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίκρανον: τό, = ἡμικεφάλαιον, Φρύνιχ. σ. 328, Ἀλέξ. Τραλλ. 1. 2, Ἡσύχ.