θεωρητικός
English (LSJ)
ή, όν,
A able to perceive, τοῦ περὶ τὰ σώματα κάλλους Arist.Pol.1338b1; μὴ πάντων θ. ἀλλὰ ἐνίων Phld.Rh.2.108S.; τῆς ἀφροσύνης S.E.M.11.256. 2 of the mind, contemplative, speculative, ὁ περὶ τὴν . . οὐσίαν θ. Arist.Metaph.1005a35; ὁ περὶ φύσεως θ. Id.PA641a29: c. gen., μαντικὴ ἐπιστήμη θ. τοῦ . . μέλλοντος Pl.Def.414b; ἐπιστήμη θ., διάνοια, opp. πρακτική, ποιητική, Arist. Metaph.1064a17, 1025b25; νοῦς Id.de An.415a11; θ. βίος a contemplative or speculative life (opp. ἀπολαυστικός, πολιτικός), Id.EN1095b19, cf. Plu.Cic.3; θ. φιλόσοφος Id.Per.16: Comp. -ώτερος Herm.in Phdr.p.59A. Adv. -κῶς Epicur. Nat.28.7, Poll.4.8, Iamb.Comm.Math.20. II = θεωρικός, Cod.Just. 10.56.1.1.