ἅλλομαι
English (LSJ)
h.Cer.175, etc.: impf.
A ἡλλόμην X.Cyr.1.4.11, etc.: fut. ἁλοῦμαι (ὑπερ-) X.Eq.8.4, Dor. ἁλεῦμ αι Theoc.3.25, 5.144: aor. 1 ἡλάμην Batr.225, E.Ion1402, Ar.Ra.243, no subj. or opt., part. ἁλάμενος [1st syll. long] Av.1395, inf. ἅλασθαι Ael.Ep.16, (καθ-) v.l. Luc. DMort.14.5: aor. 2 ἡλόμην, rare in ind., v.l. S.HG4.4.11, (ἐξ-) S.OT1311, (ἐν-) v.l. A.Pers.516, subj. ἅληται [ᾰ] Il.21.536, opt. ἁλοίμην X.Mem.1.3.9 (cf. εἰσ-), inf. ἁλέσθαι Opp.C.1.83, etc., part. ἁλόμενος [ᾰ] A.Eu.368 (lyr.), X.An.4.2.17, etc.; to aor. 2 also belong Ep. 2 and 3sg. ἆλσο, ἆλτο, subj.ἅλεται Il.11.192, part. ἄλμενος only in compds., but ἅλμενος Opp.H.5.666: (sal-, cf. Lat. sal-io):— spring, leap, prop. of living beings, μὴ . . ἐς τεῖχος ἅληται Il.21.536; ἐπεί κ' . . εἰς ἵππους ἅλεται 11.192; εἰς ἅλα ἆλτο 1.532 (but ἥλατο πόντον Call.Dian. 195); ἐξ ὀχέων . . ἆλτο χαμᾶζε Il.6.103; ἆλτο κατ' Οὐλύμπου 18.616:—ἅλλεσθαι ἐπί τινι leap upon or against, 21.174, Od.22.80; ἐπὶ στίχας Il.20.353: c. inf., ἆλτο θέειν, πέτεσθαι, h.Cer. 389, Ap.448: abs., of horse, X.Eq.8.4. 2 c. acc., leap over, βόθρον Ael.NA6.6; τάφρον Opp.C.1.83. 3 of things, ἆλτο ὀϊστός Il.4.125; of sound, ἀπὸ λείων ἠχὼ ἁλλομένη Pi.Phdr.255c; of parts of body, twitch, quiver, throb, ἅλλεται ὀφθαλμός Theoc.3.37, cf. Arist. HA604a27, PRyl.1.28.