μετεκδύομαι

Revision as of 19:20, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

Med.,

   A pull off one's own clothes and put on others, μ. τὴν βασιλικὴν ἐσθῆτα J.AJ6.14.2: metaph., ἐπιείκειαν μ. ib.6.12.7; μ. τὴν αὐτῶν φύσιν Plu.Num.15

German (Pape)

[Seite 158] (s. δύω), ein Kleid nach dem andern ausziehen, wechseln, übertr., τὴν ἑαυτοῦ φύσιν, Plut. Num. 15.

Greek (Liddell-Scott)

μετεκδύομαι: μέσ., ἀπεκδύομαι τὰ ἐνδύματά μου καὶ ἐνδύομαι ἄλλα, μ. βασιλικὴν ἐσθῆτα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 14, 2· μ. τὴν αὐτῶν φύσιν Πλουτ. Νουμ. 15· τὸ σχῆμα τοῦ φιλοσόφου, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Μαξ. Τυρ.

French (Bailly abrégé)

changer de vêtement.
Étymologie: μετά, ἐκδύω.